- Πελασγός
- ο, ΝΑ1. στον πληθ. οι Πελασγοία) περιληπτική ονομασία που χρησιμοποίησαν οι μεταγενέστεροι κυρίως αρχαίοι συγγραφείς για να δηλώσουν το σύνολο ή το μέγιστο τμήμα τών Προελλήνωνβ) στον Όμηρο μνημονεύονται ως σύμμαχοι τών Τρώων2. γενάρχης και επώνυμος ήρωας τών Πελασγών, η καταγωγή τού οποίου ποικίλλει ανάλογα με τις διάφορες τοπικές παραδόσεις και εμφανίζεται αργειανή, αρκαδική ή θεσσαλική.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Παλαιά ετυμολογία που παρήγαγε τη λ. από αμάρτυρο τ. *Πελαγσκοι (πρβλ. πέλαγος) δεν ικανοποιεί ούτε από μορφολογική ούτε από σημασιολογική άποψη].
Dictionary of Greek. 2013.