Πελασγός

Πελασγός
ο, ΝΑ
1. στον πληθ. οι Πελασγοί
α) περιληπτική ονομασία που χρησιμοποίησαν οι μεταγενέστεροι κυρίως αρχαίοι συγγραφείς για να δηλώσουν το σύνολο ή το μέγιστο τμήμα τών Προελλήνων
β) στον Όμηρο μνημονεύονται ως σύμμαχοι τών Τρώων
2. γενάρχης και επώνυμος ήρωας τών Πελασγών, η καταγωγή τού οποίου ποικίλλει ανάλογα με τις διάφορες τοπικές παραδόσεις και εμφανίζεται αργειανή, αρκαδική ή θεσσαλική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Παλαιά ετυμολογία που παρήγαγε τη λ. από αμάρτυρο τ. *Πελαγσκοι (πρβλ. πέλαγος) δεν ικανοποιεί ούτε από μορφολογική ούτε από σημασιολογική άποψη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Πελασγός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελασγοῖς — Πελασγός masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελασγοῖσι — Πελασγός masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελασγοί — Πελασγός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελασγοῦ — Πελασγός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελασγούς — Πελασγός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελασγέ — Πελασγός masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελασγῶν — Πελασγός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελασγῷ — Πελασγός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελασγόν — Πελασγός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”